- οἰδματόεις
- οἰδμᾰτόεις, εσσα, εν,A billowy, A.Fr.69 (lyr.), Opp.H.5.273.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιδματόεις — οἰδματόεις, εσσα, εν (Α) κυματώδης, γεμάτος κύματα («οἰδματόεντα πόρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶδμα, ατος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
οἰδματόεντα — οἰδματόεις billowy neut nom/voc/acc pl οἰδματόεις billowy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)